[…]Οι επιστήμονες που εστιάζουν στην ανθρώπινη εξέλιξη έχουν μόλις αρχίσει να λαμβάνουν υπ’ όψη τους τη σημασία που διαδραματίζει η άγρια φύση, αλλά και η ίδια η έννοια της “αγριάδας” στις παιδικές ζωές. Αυτή η αμέλεια σε ό,τι αφορά το “άγριο” – τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε εμπειρικό επίπεδο – εκπλήσσει για μια σειρά λόγων. Πρώτον, επειδή οι σχετικές ως προς το πλαίσιο, συστημικές προσεγγίσεις στη μελέτη της εξέλιξης των παιδιών είναι πλέον ευρέως αποδεκτές (Fogel, et al., 2008; Melson, 2008). Μετά τη δημοσίευση του πρωτοποριακού κλασσικού έργου του Bronfenbrenner “Η Οικολογία της Ανθρώπινης Εξέλιξης” (1979), η μελέτη της ανάπτυξης ενός παιδιού σε σχέση με το πλαίσιο στο οποίο μεγαλώνει – μια προσέγγιση η οποία συχνά περιγράφεται ως “οικοσυστημική” – έχει αναδειχθεί σε κυρίαρχη τάση. Προϋποθέτει προσεχτική παρατήρηση όλων εκείνων των στοιχείων που συνδιαμορφώνουν την παιδική ζωή – φυσικών, κοινωνικών, συναισθηματικών. Δεύτερον, καθίσταται εμφανές ότι η έννοια της εξέλιξης συμπεριλαμβάνει πολλές μη-ανθρώπινες μορφές ζωής, των ζώων συμπεριλαμβανομένων. Τρίτον, πέραν της παρουσίας των ζώων, το ενδιαφέρον των παιδιών ως προς την εμπλοκή άλλων ζωικών ειδών (Melson, 2001), μορφές δηλαδή ζωής πέραν των ζώων – όπως τα φυτά, αλλά και τα φυσικά περιβάλλοντα – θεωρείται πλέον καλά τεκμηριωμένο. Αυτή η άμεση σύνδεση με τη φύση συνάδει με την υπόθεση της βιοφιλίας (Wilson, 1984/ Kellert & Wilson, 1993/ Kellert, 1997), βάσει της οποίας υποστηρίζεται ότι εφόσον οι άνθρωποι έχουν εξελιχθεί παράλληλα με τα άλλα ζώα και άλλες μορφές ζωής, είναι εγγενώς εναρμονισμένοι ως προς αυτά, αλλά και ως προς πτυχές των σχετικών με την επιβίωσή τους φυσικών χώρων (π.χ. ως προς την επιλογή γεωγραφιών που παραπέμπουν στη σαβάνα και επιτρέπουν την εύρεση καταφυγίου και τη δυνατότητα οπτικού ελέγχου του περιβάλλοντος).
Παρόλα αυτά, το ενδιαφέρον των παιδιών ως προς ιδέες κι αλληλεπιδράσεις σχετικές με τα ζώα, έχει κατά κανόνα αγνοηθεί. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι το κενό αυτό αποτελεί ένα είδος προσαρμογής στη διαδεδομένη άποψη που θέλει τα άγρια ζώα να εξαφανίζονται από τα πλαίσια ανάπτυξης των παιδιών, τόσο στις βιομηχανοποιημένες, όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες. Εάν η ενασχόληση των παιδιών με τα άγρια ζώα θεωρηθεί αποκλειστικά ιστορικού ενδιαφέροντος , τότε η συνάφεια των τελευταίων με τις σύγχρονες προσεγγίσεις την ανάπτυξης των παιδιών μπορεί εύκολα να αγνοηθεί. Επιπλέον, μέσω μιας διαδικασίας, την οποία ο Kahn (1999) ονομάζει “περιβαλλοντική γενεαλογική αμνησία” οι άνθρωποι ενδέχεται να θεωρήσουν το φυσικό περιβάλλον εντός του οποίου βίωσαν την παιδική τους ηλικία, ως το πρότυπο βάσει του οποίου θα έρθουν αργότερα να καταγράψουν τυχόν περιβαλλοντικές αλλαγές. Κατά τον ίδιο τρόπο, η διεργασία αυτή οδηγεί ακόμα και τους ακαδημαϊκούς που ειδικεύονται σε ζητήματα ανάπτυξης των παιδιών να αντιμετωπίζουν την απουσία της άγριας ζωής και ειδικότερα την απουσία των άγριων ζώων από τις ζωές των παιδιών, ως τον κανόνα και όχι ως ένδειξη ενός ήδη φτωχοποιημένου πλαισίου. Τέλος, η υποτιθέμενη εξαφάνιση της άγριας ζωής (μαζί με τον όλο και μειούμενο αριθμό παιδιών που διαθέτει άμεση πρόσβαση στα οικόσιτα ζώα) έχει εντείνει τις σχέσεις των παιδιών με τα ζώα συντροφιάς. Ως αποτέλεσμα, τα κατοικίδια έχουν επιλεχθεί ως τα μοναδικά ζώα που μοιράζονται τις ζωές των παιδιών στην καθημερινότητά τους. Κι ενώ η αναπτυξιακή, εκπαιδευτική και θεραπευτική σημασία των σχέσεων παιδιών-κατοικιδίων είναι πλέον καλά αποδεδειγμένη (Melson, 2001; Fine, 2006), η περιορισμένη εστίαση στη σημασία των ζώων συντροφιάς έχει οδηγήσει σε μια τάση να συγχέονται οι αλληλεπιδράσεις παιδιού-ζώου με τις αλληλεπιδράσεις παιδιού-κατοικιδίου. Κάπως έτσι, τα σκυλιά, οι γάτες, τα κουνέλια, τα ινδικά χοιρίδια, τα χάμστερ, τα ψάρια και οι χελώνες – τα πιο κοινά είδη ανάμεσα στα είδη που περιγράφονται ως κατοικίδια δηλαδή – έχουν μετατραπεί σύμφωνα με τον Paul Shepard (1995) “στους Άλλους”, σε πρεσβευτές δηλαδή των άγριων ζωικών ειδών, που πλέον έχουν πάψει να είναι παρόντα.
Απόσπασμα από το κείμενο Children and wild animals της Gail F. Melson (Πανεπιστήμιο Purdue) όπως εκδόθηκε το 2013 στο έργο των P. H. Kahn, Jr., Hasbach, P., & Ruckert, J. (εκδ.) The rediscovery of the wild (σελ. 93-118). Εκδόσεις MIT, Κέμπριτζ Μασαχουσέτης.
Πηγή φωτογραφίας: The New York Times