Πριν κάποια χρόνια, ένα από τα μέλη του Κήπου είχε προσκληθεί από ένα κέντρο γυναικών της κεντρικής Ελλάδας, προκειμένου να εκπαιδεύσει βιωματικά το προσωπικό δομών που ενώ προσφέρουν υποστήριξη ή βοήθεια σε γυναίκες, παρατηρούσαν ότι οι Ρομνί απέφευγαν να απευθυνθούν σε αυτές. Στην εκπαίδευση συμμετείχαν και άλλες ομιλήτριες, κάθε μία εξ αυτών προσφέροντας μια διαφορετική οπτική βάσει των δεξιοτήτων και γνώσεών της. Κι ενώ αναδεικνυόταν μία σειρά ζητημάτων για τα οποία καλούμασταν να προβληματιστούμε από κοινού – και τα οποία αφορούσαν τόσο συστημικές, όσο και πολιτισμικές πρακτικές – δεν καταφέραμε να εξετάσουμε κριτικά τα ίδια τα θεωρητικά πλαίσια που αξιοποιούσαμε στην απόπειρά μας να προσφέρουμε γνώμες, μεθοδολογίες ή γνώσεις.
Κάτι που διδάσκονται οι κοινωνικές επιστημόνισσες είναι ότι η επιστήμη δεν είναι ούτε ουδέτερη, ούτε αντικειμενική. Η ιδέα μιας αντικειμενικής, ουδέτερης επιστήμης, που είναι σε θέση να εξηγήσει κάθε πτυχή του κόσμου και των πλασμάτων που τον κατοικούν, ανεξαρτήτως εντοπιότητας και χρόνου, δεν αποτελεί παρά ένα αφήγημα, μια πολιτισμική έκφραση μιας συγκεκριμένης δυτικότροπης παράδοσης.
Εάν εστιάζαμε ας πούμε στην ιστορία της ψυχολογίας, θα συνειδητοποιούσαμε κατ’ επώδυνο τρόπο το κατοχυρωμένο ενδιαφέρον της τελευταίας στην υποστήριξη αντιλήψεων που αναπαράγουν προκατασκευασμένα αφηγήματα για την ανωτερότητα των λευκών ευρωπαϊκών και βορειοαμερικανικών πολιτισμών (Goodwin, 2015). Ο Paranjipe (2002:38) αναφέρει ότι η προσέγγιση αυτή τείνει να αποδίδει “ιδιαίτερη έμφαση στη μέθοδο έναντι του νοήματος”. Κι ενώ οι σύγχρονες εξελίξεις στην ψυχολογία έχουν εστιάσει στις λειτουργίες της εξουσίας και το ρόλο της γλώσσας στη δόμηση του κοινωνικού κόσμου, ενώ η διαπολιτισμική ψυχολογία για παράδειγμα προσφέρει πλέον εναλλακτικούς τρόπους θεώρησης του εαυτού και του κόσμου, οι ιδέες αυτές δεν επαρκούν εάν δεν αξιοποιηθούν για το δικό μας μετασχηματισμό. Οι Riggs και Augoustinos (2005) παραδείγματος χάριν, μας ενθαρρύνουν να διατηρήσουμε μια κριτική στάση αυτεπίγνωσης ως προς τις φυλετικές πρακτικές που αναπαράγουμε κάθε φορά που κατασκευάζουμε έναν “καλό” εαυτό, που ενδεχομένως αρνείται το ρατσισμό, ενώ παράλληλα λειτουργεί στο πλαίσιο μιας λευκής ηγεμονίας εξακολουθώντας να την υπηρετεί πιστά (Riggs & Augoustinos, 2005).
Είναι αυτός ο καλός εαυτός, που ενώ τείνει να αυτοχαρακτηρίζεται ως προοδευτικός ή ενάρετος, αποτυγχάνει να δεσμευτεί ως προς μια ανοιχτή, διαχρονική εξέταση εκείνων των προσωπικών/ συλλογικών προνομίων που απορρέουν των εσωτερικευμένων πρακτικών απαραγωγής των διακρίσεων. Και φυσικά, η συζήτηση αυτή, δεν είναι ανεξάρτητη των τρόπων με τους οποίους ασκούνται οι διαφορετικές ψυχολογίες στην Ελλάδα. Αδυνατούμε να διακρίνουμε τις φυλετικές διαστάσεις των τελευταίων, καθώς και του ρόλου τους στην επιβεβαίωση συγκεκριμένων κατεστημένων ως τόπων άσκησης της εξουσίας. Μιας εξουσίας που λανθασμένα διατείνεται ότι ενοικεί έναν τόπο ουδετερότητας και οικουμενικότητας, ενώ συνεχίζει ενεργά να “γράφει τη διαφορά επί του δέρματος του άλλου” (παράθεση του Hall στους Riggs & Augoustinos, 2005:471). Και μέσω αυτής της διαδικασίας κατασκευής της Ετερότητας, συνκατασκευάζουμε τους εαυτούς μας ως επαγγελματίες, αλλά και ανθρώπινα όντα.
Παρόλα αυτά, εάν αναγνωρίζαμε στη Δυτική ψυχολογία όλα τα παραπάνω στοιχεία, θα ήμασταν σε θέση να αναλάβουμε ευθύνη, στεκόμενες κριτικά στα προνόμιά μας, αλλά και τη συναυτουργία μας στην κατασκευή της λευκότητας μας (Riggs & Augoustinos, 2005) και όσων η τελευταία συνεπάγεται.
Η αποικιοποίηση εξακολουθεί να υφίσταται ως μια πρακτική του παρόντος και λειτουργεί με έμμεσους τρόπους: μέσω της εσωτερίκευσης, της οικειοποίησης μη Δυτικών φιλοσοφικών προσεγγίσεων όταν συμφέρουν ή είναι της μόδας (σκεφτείτε για παράδειγμα τους τρόπους με τους οποίους έχουμε οικειοποιηθεί και θέσει σε εφαρμογή την έννοια της “ενσυνειδητότητας” εντός της λευκής αμερικάνικης και ευρωπαϊκής ψυχολογίας), της αντικειμενοποίησης των ιθαγένικων κοινοτήτων, της θεώρησης της εξουσίας ως ατομικό ζήτημα που τείνουμε να ανατέμνουμε υπό μη ιστορικούς όρους (Hegarty, 2007) ή του χαρακτηρισμού των πνευματικών πρακτικών και φιλοσοφιών ως θρησκευτικών και άρα μη επιστημονικών προσεγγίσεων (Paranjpe, 2002).
Θα απαιτούνταν πολλές σελίδες για να καταγράψουμε την επίδραση των κινημάτων της αποαποικιοποίησης στην ψυχολογία, καθώς πρόκεται για μια διαδικασία εν εξελίξει. Ο Pillay, παραθέτοντας τον Holloway αναφέρεται στη “μέθοδο της ρωγμής” (2017:138), εξετάζοντας τα κυρίαρχα συστήματα υπό την οπτική των κρίσεών τους, των αντιφάσεων και των αδυναμιών τους, προκειμένου “να κατανοήσουμε πως κι εμείς οι ίδιοι παρουσιάζουμε ακριβώς τις ίδιες αντιφάσεις”. Μια διεργασία αποαποικιοποίησης θα προϋπέθετε την κριτική εξέταση της “αντικειμενικότητας” των γνώσεών μας και ίσως να μας ζητούνταν να πράξουμε αυτό που προτείνει ο ινδός φιλόσοφος Bhattacharyya – ένα “swaraj ήαυτοκαθορισμότων ιδεών” (Paranjpe, 2002:38) – αναγνωρίζοντας τόσο το χειραφετητικό ρόλο της επίγνωσης, όσο και τις υποκειμενικές ποιότητες κάθε μορφής γνώσης. Όσο αποφεύγουμε να εφαρμόσουμε πρακτικές σαν την παραπάνω, ενδέχεται η δυτική ψυχολογία να συνεχίσει να βαφτίζει “αθώα” τις Άλλες ψυχολογίας βάσει γεωγραφικής εντοπιότητας, όπως σωστά επισημαίνει ο Pillay (2017), ενώ παράλληλα θα συνεχίζουμε να θεωρούμε τη δυτική ψυχολογία ως ένα καθολικό πρότυπο βάσει του οποίου καλούμαστε να κατανοήσουμε τις ανθρώπινες σχέσεις. Κατά παρόμοιο τρόπο, ζητείται και από τις ψυχολογίες στην Ελλάδα να εξετάσουν κριτικά τις δικές τους εκτιμήσεις και γενικότητες, καθώς και την ευθύνη τους ως προς την αναπαραγωγή άνισων σχέσεων εξουσίας.
Πηγές
Goodwin, J.C. (2015). A history of modern psychology. (5th ed.). Hoboken, NJ: Wiley.
Hegarty, P. (2007). Getting dirty – psychologist’s history of power. History of Psychology, 10 (2), pp. 75-91.
Paranjpe, A.C. (2002). Indigenous psychology in the post-colonial context: an historical perspective. Psychology & Developing Societies 14 (1), pp. 27-43.
Pillay, S.R. (2017) Cracking the fortress: can we really decolonise psychology? South African Journal of Psychology 47 (2), pp. 135-140.
Riggs, D.W. & Augoustinos, M. (2005). The psychic life of colonial power: racialised subjectivities, bodies & methods. Journal of Community & Applied Social Psychology, 15 (6), pp. 461-477.